- δριμός
- -ή, -όβλ. δριμύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δριμύς — εία, ύ και δριμός, ή, ό και δριμιός, ιά, ιό (AM δριμύς, εῑα, ύ) 1. οξύς, αψύς, καυστικός στη γεύση ή την όσφρηση («δριμύ ξίδι») 2. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («δριμύς χειμώνας») 3. (για λόγο) α) δηκτικός, πειραχτικός β) δυνατός, έντονος,… … Dictionary of Greek
ԴԱԺԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0590 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. ԴԱԺԱՆ որ եւ ԴԱՐԺԱՆ. δριμός, αὑστηρός acer, auster, dirus Անախորժ. տտիպ. դառն. խիստ. դժնեայ. դժնդակ. ժանտ. եւ Տարժանելի. անհամ, տհաս, լեղի,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)